Ο Προφορικός Λόγος Πλανεύει μάζες και καταστρέφει κοινωνίες! Ο Γραπτός Λόγος όμως χαράζει δρόμους και γυρίζει σελίδες που πανω τους θα αποτυπωθούν νέες εποχές, καινούργιες προσδοκίες και οράματα. Τούτος, είναι το απόλυτο εργαλείο δημιουργικότητας του ανθρωπίνου νού καθώς ποτέ δεν μπορείς να τον διαψεύσεις!
Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites More

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2010

Λόγος Παρελθούσης, Λαμπρός Ελληνικός

Λόγος Παρελθούσης,
Λαμπρός Ελληνικός
Κοίταζες πάντα την κόψη,
ποτέ τους δειλούς στην όψη,
θαύμαζες πάντα την ανδρεία,
ποτέ σου δεν ένιωσες αχρεία,
πλάστηκες με αίμα, δάκρυα κι ιδρώτα,
ποτέ σου, έκτοτε, δεν άλλαξες ρότα,
ρίζωσες και ανδρώθηκες σε βραχώδη γη,
σκλαβωμένη ζεις έκτοτε εκεί,
 του κόσμου όλου εσύ αστραφτερή γυαλάδα,
αλυσοδεμένη, ευγνωμονούσα μου Ελλάδα  .

Θαρρείς πως είμ’ και ‘γω του Διός ο γιός,
θαρρείς πως είναι όλοι στον κόσμο σοφοί,
μα είμαι μονάχα ένας επίδοξος τραγουδοποιός,
της σύγχρονης διαστροφής μας γελωτοποιός.

Ως εδώ το κουτό το όνειρο αυτό,
άλλο πλέον δίχως όνειρο δεν μπορώ
στο Μεσολόγγι μελλοθάνατος θα ξαναμπώ,
και με το Χάροντα θα μετρηθώ.

Ξέρω γλυκιά μου Ελλάς, τον πόνο που περνάς,
ολομόναχη και νεαρά γερνάς,
αιώνες μάχεσαι να επιζήσεις,
με τα τέκνα σου ζητάς να σμίξεις,
και στο καραβάκι σου να ευτυχίσεις,
στρέψε αλλού το δόλο σου κουτέ Ρωμιέ,
αρκετή σάρκα πλέον έφαγες,
ξεφτιλισμένε, αιώνια ξακουστέ χαφιέ,
τον προγόνων σου σύγχρονε προδότη.

Ω, τι ωραία που ακούγονται όλα αυτά
που δεν γράφονται για τα λεφτά,
σκέφτομαι ίσως να σας τραγουδήσω,
αν και φοβάμαι πως επώδυνα θα σας ξυπνήσω.

Μέσα σε μια κόλαση αναθρεμμένη,
πλασμένη να ‘σαι αιώνια δοξασμένη,
αιώνια εσύ γαλαζοαίματη,
με του Αιγαίου τον αγέρα λουσμένη,
άσπρα και μπλε πανέμορφα σπιτάκια,
στα μαλλιά σου κεντημένα,
όταν τους γελάς νιώθουν τόσο ευτυχισμένα,
και ας είναι στα κλεφτά κτισμένα.
Α, ρε Μάνα μου Ελλάς,
πόσο ακόμα άδικα θα πονάς.

Κίνησες από τότε μόνη,
όταν άχνιζε ακόμα της δημιουργίας η σκόνη,
κόρη εσύ μοναδική,
του καταγάλανου Ουρανού,
και της καταπράσινης της Γής.
Με βράχια σε στόλισαν και με πελώρια βουνά,
είπαν πως είναι δυο κατάρες και όχι μια,
όμως έμαθες να σηκώνεις το βάρος σου αυτό,
με περηφάνια και παράστημα ηρωικό,
τούτο για σένα ήταν το πρώτο απ’ όλα το γραφτό,
να σε καταβρέχει πάντα αλμυρό νερό,
στα απαλά σου πόδια η Κυκλάδες και η Κρήτη,
τέκνα πιο όμορφα και από τη Θεϊκή την Αφροδίτη,
στο κεφάλι σου κορώνα,
η απόγονος του γιού σου Μακεδόνα,
και πλάι της αγέρωχη και λουλουδιστή,
η Θράκη σου η μαρτυρική.

Τα παλάτια σου απ’ την αρχή βασανισμένα,
πλέον ακατοίκητα αραχνιασμένα,
προδότες μέσα κατοικούν,
όλο για το χαμένο πλούτο σου καραδοκούν,
όμως δεν ήταν πάντα έτσι,
κάποτε ήταν όλα τούτα δω χρυσά,
όχι με πλούτη και διαμαντικά,
μα με γνώση και φιλοσοφία,
με σοφία και ανδρεία,
περίτεχνα μάρμαρα σε στόλιζαν παντού,
πολύχρωμες εικόνες παντοτινές,
πέρλες, χάντρες απαστράπτουσες βασιλικές,
του Αλεξάνδρου οι κτήσεις ήταν προσωρινές,
μα των Σοφών σου οι ρήσεις παντοτινές.

Έζησες λένε χρόνια πολλά,
όλα περίλαμπρα και φωτεινά,
σε κατασπάραξαν όμως μαυροφορεμένοι λύκοι,
και την σάρκα σου την σπείραν στα θεριά,
σε έθαψαν ζωντανή,
Ελλάδα μου παντοτινή,
τα παιδιά σου ποτέ δεν σε λησμονήσαν,
και στην ποδιά σου πάνω, μαζί σου,
μαρτύρησαν,
τα δώρα σου επιστραφήκαν,
λησμονηθήκαν,
και οι θεοί σου μια για πάντα,
χαθήκαν.

Πολέμησες όσο κανείς,
βαρβάρους θεόρατους,
άξεστους εισβολείς,
όπλο τους ήταν η δουλεία,
το δικό σου η ελευθερία,
είχαν στρατό μυριάδες,
μα εσύ ήρωες εκατοντάδες,
Σπαρτιάτες,
Αθηναίους,
Πλαταιείς,
Θηβαίους,
Ιερολοχίτες,
Θεσπιείς,
Κορίνθιους και Μεγαρίτες,
όλοι τους ελεύθεροι μαχόμενοι Ελλαδίτες,
τη ζωή τους πάντα αψηφούσαν,
όταν τα μάτια σου κοιτούσαν,
ελεύθερη Ελλάδα μου,
έτσι διάλεξαν να πέσουν μέχρι ενός,
χαμένοι, μα αιώνια αθάνατοι και ζωντανοί,
κατορθώματα, υπεράνθρωπα,
αναρίθμητα πολλά,
περασμένα μεγαλεία, σκέφτομαι,
που διηγώντας τα, κλαίς,
θαρρείς, αδελφέ μου,
πως ήταν μόλις χθες,
πατρίδα μου μην με ξεχνάς,
όσο και αν πονάς!

Λόγος Άξιος, Έργον Ηθικό

Λόγος Άξιος,
Έργον Ηθικό

Άκουσα βουή,
κραυγή ολόιδια,
του σύννεφου λυγμός,
άκουσα κλάμα γοερό,
σεισμός πανώριος,
της βροντής ο σπαραγμός,
γενεσιουργία,
άλλην πάλι δεν αντέχω,
χόρτασα θεέ μου με τούτη,
κοιτώ πλάι μου χαρμόσυνο το μήνυμα,
μα τίποτα δεν είδα,
να το νιώσει, να το γευτεί,
να το διαβάσει!

Κίνησε ο νους μου πίσω, νοερά,
δίπλα στην αλήθεια,
κάθισε το ψέμα,
δίπλα στην πραγματικότητα,
φύτρωσε η φαντασία,
δίπλα στο φως,
το σκότος,
δίπλα στο ξένο,
το οικείο,
δίπλα στον Θεό,
ο πονηρός,
δίπλα στον πονηρό,
ο Άνθρωπος,
δίπλα στον Άνθρωπο,
η καταστροφή,
δίπλα στην καταστροφή,
το απρόσωπο Χάος.

Στάθηκα δίπλα στη Λογική,
αισθάνθηκα μονάχος,
πρωτότοκος και θεϊκός,
μα ουραγός και ανθρώπινος,
νοητά τέλειος,
μα κατ’ ουσίαν τόσο ατελής,
μωρός, αγαθός, ευγενικός,
θεσπέσιο δημιούργημα,
αλάθητου Αθανάτου,
σκεπασμένη γαλάζια φλόγα με νερό,
μα αδημονεί να σβήσει,
γιατί την τρέφει η αδικία,
μείγμα εκρηκτικό,
σαν τα καυσόξυλα του Άδη.

Εχθροί της Λογικής,
εχθροί των χρωμάτων,
εχθροί της μουσικής,
εχθροί του όμορφου,
εχθροί της νιότης και των νεογνών,
εχθροί της μήτρας,
ορκισμένοι εχθροί του όμορφου,
περιπλανώμενοι πλανεμένοι και δημαγωγοί
ο χρόνος σας τελείωσε,
εχθροί του κόσμου,
εχθροί της Φύσης,
εχθροί του δίποδου κυρίαρχου!

Κινώ του νου τις νότες,
παιανίζω άγνωστους σκοπούς
κανείς, κρίμα, δεν τους βλέπει,
μόνο εγώ, αν και τυφλός,
κινώ της ψυχής μου τα πινέλα,
ζωγραφίζω πρωτόγνωρους ρυθμούς,
ουδείς, κρίμα, δεν τους ακούει,
μόνο εγώ, αν και κουφός,
σκέφτομαι,
αμαρτία ανήθικη,
του νέου που σαπίζει δίπλα στο ωραίο,
σκέφτομαι,
αν και με πολεμούν,
δαίμονες ξανθοί με κατάμαυρα κουστούμια,
σκέφτομαι,
το ξέρω πως δεν πρέπει,
βάπτισμα η σκέψη τούτη,
στην κοινωνία των αχόρταγων.
Το τέλος του ονείδους τούτου θέτω εδώ,
έστω και μονάχος,
αγέρωχος,
 εγώ θα προχωρήσω,
περήφανος,
μπροστά μου, το βλέπω,
δρόμος δεν υπάρχει,
ξέρω όμως δρόμο πως να ανοίξω,
μπροστά μου φώς δεν βλέπω,
φώς όμως εγώ θα ανάψω,
μπροστά μου φυσά παγερή πνοή,
του ασπρομάλλη Χειμώνα η ανάσα,
το κρύο αιώνια πλέον κατοικεί,
στην ψυχή των ανήθικων βλαστών,
η Άνοιξη και η καλοκαιρία αδημονεί,
στα στήθια μου γαντζωμένη,
από γεννησιμιού μου μαζί την κουβαλώ,
ποτέ τούτο το βάρος δεν θα αφήσω,
μπροστά μου ζυμώνουν όλοι τους,
πόνο, αίμα, και καταστροφή,
με τόση περίσσια ευτυχία,
της νεόπλαστης ηθικής οι πατεράδες,
τέκνα τους αμόρφωτα,
πλαδαρά παιδιά,
στολισμένα με παλάτια,
άχρηστα, καρφιτσωμένα κουκλάκια,
σε σαπισμένο θέατρο.

Την αγάπη και την ευτυχία ζυμώνω,
όσο και αν δεν νιώθεις,
της ψυχής μου το σπαραγμό,
όσο και αν δεν κοινωνείς,
 της καρδιάς μου το λαχταριστό το μέλι,
όσο και αν με τα μάτια σου δεν πλάθεις
ξύπνια όνειρα για καταπράσινα λιβάδια,
όσο κι αν με το νου σου μορφώνεις,
σκέψεις σκοτεινές,
τόσο καθημερινά πιο άνθρωπος θα γίνεσαι,
δίποδε, εχθρέ της ηθικής,
δίποδε, βέβηλε της τιμής,
δίποδε, καταστροφέα της αρετής,
δίποδε, τιμητή του ανθρώπου,
παρ’ τον μαζί σου και φύγε,
της σκοτεινής ψυχής σου πανώριο τούτο δώρο.

Κλείδωσες το ήθος σε ανήλιαγη φυλακή,
φοβάσαι την τιμωρία του,
έσφαξες με πένα το αληθινό,
και το ονόμασες θρησκεία,
πλήγωσες τέκνα άγουρα, αμάλλιαγα,
και το ονόμασες παιδεία,
τι είσαι εσύ τελικά,
γελωτοποιέ του Θείου,
λάθος ποινή στης Φύσης το στήθος,
μα η μάνα σου είναι αυτή,
και θα σε ανέχεται αιώνια,
έστω και αν κάποτε σε θανατώσει.

Ποιώ,
όπλα μου λέξεις γεμάτες νοήματα,
ποιώ,
άλλο όπλο πλέον δεν έχω,
ποιώ,
ζωγραφίζω κόσμους, νέους, νοητούς,
ποιώ,
τραγουδώ, σιωπηλά δίχως όργανα και σκοπό,
ποιώ,
ευλογώ, του νου μου του το κατάλοιπο,
ποιώ,
όσο ακόμα μπορώ να αντιδρώ,
ποιώ,
αντίδοτο στις κοινωνίας μας την κατρακύλα,
ποιώ,
ηθική και αξίες ξεχασμένες,
ποιώ,
σκέπτομαι και δεν σωπαίνω,
ποιώ,
στιχάκια μπερδεμένα,
ποιώ,
τον πόνο μου μονάχος,
ποιώ,
δρόμο άλλον δεν γνωρίζω,
απλά, ποιώ,
μα δεν σιωπώ.

Θαρρείς πως αγαθός είμαι στο νου,
θαρρείς πως το δρόμο τον εύκολο δεν ξέρω,
θαρρείς πως χέρι μακρύ εγώ δεν έχω,
θαρρείς αδυναμίες εγώ δεν μπορώ να ξεθάψω,
η γλώσσα μου δίχως κόκκαλα είναι πλασμένη,
και ότι εγώ θαρρώ αυτή το ξεπεζεύει,
γιατί είναι άδολη και ευγενική,
αρχαιοελληνικά αναθρεμμένη.

Κοιτάζω πίσω μου,
το χθες το ζοφερό,
κοιτάζω μπρος μου,
το αύριο το σκοτεινό,
κοιτάζω το σήμερα το θολερό,
πόσο το μέλλον μπλέχτηκε με το παρόν,
πόσο το παρόν ερωτεύτηκε το παρελθόν,
ανίερο το ιερό,
πόσιμο το άγευστο,
καθάριο το βρώμικο,
χαρούμενος ο θρήνος,
όσο και αν βαδίζω μοναχός,
ποιώ απλά το περιπλεγμένο,
βασανίζοντας τις σκέψεις των άλλων,
με λέξεις μπερδεμένες,
ποιητικά και ηθικά,
αιώνια γραμμένες,
και με λευκό χαρτί πανάρετο,
ομορφοζευγαρωμένες!

Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010

Λόγος Θείου Αρχικός,Ανάξιος Ανθρώπου

Λόγος Θείου Αρχικός, 
Ανάξιος Ανθρώπου
Δύσκολος που είναι ο λόγος,
σαφής, μα ακόμα άγουρος,
ασαφής, μα τόσο ξεροψημένος.
Σα θέλει ξεγελάει ανθρώπους,
μα και ζώα αγαθά,
που ευτυχώς για αυτά λόγο δε κατέχουν,
βλογημένα, τόσο τυχερά,
όπλο τούτο τόσο φθονερό,
ζοφερό και τρομερό μαζί,
 ανίερη κοινωνία,
στου πανούργου ρήτορα τη μήτρα.

Σκέφτεσαι και συ μικρέ  αγαθέ, θνητέ θεέ,
πως θα γίνει, αναζητάς,
να το αποκτήσεις θες
το όπλο τούτο το ακριβό,
δε γίνεται, δε μπορείς
είναι θέλημα θεού και πονηρού, μαζί,
με αυτό θα γεννηθείς,
με αυτό θα ανατραφείς,
με αυτό θα αγωνιστείς,
χάρις σ’ αυτό θα σβήσεις,
μη ρωτάς γιατί,
ποτέ δε θα το μάθεις.

Μη χαίρεσαι για αυτούς,
κατάρα κουβαλούν
για ευχή τη νομίζουν,
πολέμους κάνουν,
μα άλλοι πολεμούν για αυτούς,
σκοτώνουν, χωρίς αίμα ποτέ να δουν,
 κλαίνε μου λένε,
μα κροκοδείλια τα δάκρια τους.

Πονάει ο λόγος μου,
κλαίει η λαλιά μου,
πραγματικό μνήμα η ψυχή μου,
όχι για αυτούς τους καταδικασμένους ,
μα για σένα νέε μου,
και λιγότερο για ‘με,
κοιτώ γύρω μου ξεθαρεμένος,
η αμάθεια πλέον τυφλώνει,
σκότος τόσο εκτυφλωτικό,
άγνοια θεόρατα πηχτή,
μικρέ θνητέ θεέ αυτό πως το κατάφερες,
την αρχή γύρισες στο τέλος,
πάλι, ξανά και ξανά, πόσο θρήνος,
μέχρι το δίκιο να γραφτεί,
ως είναι, και όχι ως το θέν οι λίγοι,
ο νόμος νόμο πότε θα τηρήσει
ο άδικος δίκαια πότε θα τιμωρείται,
ευχή τόσο σύντομη,
μα τόσο δύσκολη,
τόσο ακατόρθωτη.

Μην θαρρείς πως είμαι ‘γω ο αγαθός
τα κρίματά μου, μαύρη τρύπα στα στήθη μου
τα έχω όπως όλοι, σε τούτη εδώ τη στρογγυλή,
αγνός ούτε ο θεός,
αν υπάρχει δεν ζει εδώ,
τυφλό τον φαντάζομαι,
κουφός, θαρρώ, πρέπει να είναι,
δεν ξέρει, δυστυχώς, ούτε να τιμωρεί,
ούτε να αγαπά,
ούτε να ξεχωρίζει,
μα ούτε τι δημιουργεί.

Κοίτα απλά τριγύρω σου,
πες μου, φώναξέ μου,
δίκιο έχω η άδικο,
δίκιο έχω που τα ξέρω, και τα λέω,
άδικο έχω,
που μόνον τα ξέρω,
και μόνον τα λέω,
τίποτα δεν κάνω,
τούτος είν’ ο μεγαλειώδης πόνος.

Ούτε τραγούδι δεν ξέρω να γράφω,
ούτε σωστά λόγο να αρθρώσω,
ούτε πως κλαίνε ξέρω,
και ας προσπαθώ,
ούτε θεός είμαι,
και ας με νομίζουν άλλοι,
ανέξοδα, θεϊκή χάρη μου χαρίζουν,
κοιτάω πίσω μου,
βάρβαρος ολόιδιος,
που των βαρβάρων οι ορδές τον κυνηγούν,
γιατί ειλικρινά δεν ξέρω,
συνένοχος θαρρούν πως είμαι,
στο έγκλημά τους, το αποτρόπαιο,
μα τίποτα δεν έχω κάνει,
απλά, μόνο άνθρωπος γεννήθηκα.

Λυπούμε τόσο,
κανείς σας καθόλου δεν λυπάται,
όνειρα, δεν ξέρετε να κάνετε,
και ούτε ‘γω θέλετε να κάνω,
γιατί, μου απαντάται;
σκοτεινό το θέλετε το νου μου,
για να φυτρώνει ότι εσείς σπέρνετε,
μονάχα πόλεμο και τρόμο.

Σταμάτα κάτω να κοιτάς,
κοίτα ψηλά στον ουρανό,
εκεί είναι το φως,
και το αιώνιο κατάφωτο σκοτάδι,
το μόνο αληθινό, πορφυρωμένο,
από εκεί όλα έρχονται, και καταλήγουν,
το λόγο πλέον θα μάθω,
θα δεις, θα τον ζεύσω,
όνειρα μόνος μου θα κάνω,
κρίνω πλέον, το όμορφο ως όμορφο,
το σκοτάδι ως σκοτάδι,
το ίσιο ως ίσιο,
την αλήθεια ως αλήθεια,
τον άνθρωπο ως άνθρωπο,
ότι μου μάθατε θα το ξέχασω,
μου όπλισε το νου η γνώση,
σε λίγο εγώ θα σας κυνηγώ,
έτσι θα ‘πρεπε από την αρχή να κάνω,
θεός δεν υπάρχει,
για να σας τιμωρήσει,
εγώ τώρα έχω, πλέον, δύναμη,
γνώση ζεστή, αρκετή,
θα πλάσω έναν, δικό μου,
όχι με πηλό, ως ξέρεις,
ως θες να νομίζεις,
μα με φωτιά, σίδερο,
σφυρύλατισμένο στον αδικημένων το αθάνατο αμόνι,
τούτος θα ‘ναι ο θεός,
τούτος πρέπει να είναι,
χειροπιαστός, δίκαιος,
όχι δικαστής,
κουράστηκα και με δαύτους,
αλλά τιμωρός, στυγνός.

Εμάς τους ανθρώπους, κρίμα,
μας νομίζεις όλους τέτοιους ,
θωρούμε, εθελοτυφλούμε,
πως ο κόσμος λέει τούτος,
πλάστηκε για μας,
μα και για σένα,
βασιλιά των ζώων,
ζώο μου εσύ, ευφυές δίποδο,
που ούτε να βρυχάσαι δεν ξέρεις,
παρά μόνο να χλευάζεις,
τον πόνο των άλλων, των ανίσχυρων,
δεν σου αξίζει ο παράδεισός αυτός,
φάε επιτέλους το μήλο σου και σήκω φύγε,
άσ’ τον, τούτος κληρονομία είν’ άλλων,
στα ζώα ανήκει,
η κόλαση σου,
θα ‘ναι η μοναξιά σου.

Νέα εποχή μόνος μου θα ‘ρχίσω,
χωρίς τάξη,
τούτη τη θέλω παλιά,
αρχαία, ανέγγιχτη,
χωρίς χρώμα χακί,
χωρίς μπρούτζο, σίδερο κι ατσάλι,
μονάχα με γάλα και μέλι,
μονάχα με θάλασσα και αλμύρα,
μονάχα με αέρα και ουρανό γαλάζιο,
μονάχα με όνειρα ταπεινά, μωρουδιακά,
τούτους θα στέψω βασιλείς μου,
τους νεογνούς σοφούς,
άλλους γηραιούς δε θέλω,
τους χόρτασα κι αυτούς.

Στην αγκαλιά μου άρωμα κρατώ,  
στη δεξιά το ήλιο,
εκείνον, της δικαιοσύνης, το νοητό,
στην αριστερή φωλιάζει χελιδόνι,
που άνοιξη ποτέ του δε συνάντησε,
μονάχα χειμώνα, και βασιλιά δίκαιο,
κι ας είναι χρυσοστολισμένος,
τα πλούτη του τα μοίρασε,
κράτησε μονάχα δώρο θεϊκό, πικρόγλυκο,
την αδαμάντινη καρδιά του.

Πήρε το χελιδόνι τη καρδιά,
και στόλισε τον ήλιο το νοητό,
και αυτός γέμισε κόκκαλα αντρειωμένων,
βαμμένα με κόκκινη μπογιά,
σα δώρα πασχαλιάτικα,
ήταν όμως λευτεριά,
που δε βρήκε ακόμη τη γη την ιερή,
για να θαφτεί τιμημένη.

Αρώματα και κρίνα,
κρατά το χελιδόνι,
και τον ήλιο αγναντεύει,
δε θέλει ποτέ να δύση,
γιατί το κρίνο θα μαραθεί,
και το άρωμα θα ξεθυμάνει,
ο χρόνος του θα λήξει,
και η άνοιξη θα ξημερώσει,
και πίσω ο άνθρωπος θα έλθει,
και το βασιλιά του θα ξεντύσει,
και στην πυρά, άκαρδα, θα ρίξει,
μα όσο αυτή κι αν καίει,
η καρδιά του ποτέ δε θα ζεσταθεί,
ποτέ δε θα μελώσει,
το καμίνι του πονηρού το ψύχος της θα σβήσει,
τόσο κακορίζικο είναι το μελλούμενό της,
τόσο δίκαιη είν’ η τιμωρία της.

Όπλο άλλο δυστυχώς δεν έχω,
απ’ έρωτα στέρεψα,
μα κι απ’ αγάπη,
μονάχα στοίχους τρυφερούς, ρομαντικούς,
θεριά τούτοι άλλης εποχής,
καιρών ηρώων και τεράτων,
τόσο νοσταλγημένων,
πολεμούσες ότι έβλεπες,
μισούσες ότι κοιτούσες,
με αυτά θα σε πολεμήσω,
με γαρδένιες και λουλούδια,
με κήπους και βασιλικούς,
με μάραθο μυρωμένο και μύρο,
απ’ εκείνο το λίγο,
που περίσσεψε απ’ το Χριστό.

Του Ομήρου απόγονος εγώ,
του Ησίοδου παραπαίδι,
και του Αισχύλου κοινωνός,
του Ελύτη νοσταλγός,
και του Μίκη συμπολεμιστής,
νοερός, δεν ρωτάω τι θα κάνω,
θα φυτέψω νέους κρίνους,
πορφυρούς τώρα μυρωδάτους,
και γαρδένιες και ζουμπούλια,
θα τα βαγιοκλαδίζω, ολημερίς,
με δάκρυ κάθε πρωί θα τις ποτίζω,
τι γειτονιά θα μοσχομυρίσω,
οδηγός μου τούτος, φωτεινός,
και τα έτσι άγρια θα ημερέψω,
μαγεμένα θα τα αποκοιμίσω.

Άξιος κανένας δεν εστί,
ήρωας κανένας δεν γεννήθηκε,
όλοι ζεμάτισαν την ψυχή τους,
με πυρωμένο απ’ της λύρας το δοξάρι,
έτσι θέλω και ‘γω,
βασιλιά μου σε περιφρωνό,
άνθρωπος, πολύποδας θα μείνω,
και για αυτό θα αγωνιστώ,
κοίταμε στα μάτια, αλήθεια λέω,
θυσία άλλη, πλέον, δεν κάνω.

Τελειώνω εδώ πριν καν αρχίσω,
δε θα πάψω όμως να γράφω,
δε θα πάψω όμως να τραγουδώ,
ποιήματα και στοίχους αιώνια θα γράφω,
έτσι με γέννησε ο Αθάνατος,
έτσι με ‘πλασε η Φύση,
έτσι το ζήτα θα ξηλώσω,
και ον επιτέλους θα γεννώ,
με γνώση για πλούτο, και οδηγό,
τους εχθρούς, του κόσμου τούτου,
στη θάλασσα θα πνίξω,
με φωτιά θα κάψω,
και με μουσική και λύρα κρητικιά,
το Θεό θα τον δικάσω,
με ότι όνειρο μου ‘χει απομείνει,
σε ερειπωμένο καπηλειό,
το σταυρό θα του ξαναφορτώσω,
και πίσω στο γέρο πατέρα του,
αποτυχημένο,
θα τον ‘ναι στείλω,
δίχως φτερά,
δίχως σύννεφα,
με απαρηγόρητη αγάπη στολισμένο,
έτσι απλά, και λαμπερά!